Συζητώντας με την Ιωάννα Καρυστιάνη

«Όταν έκλεισα τα εξήντα είπα: "Αυτό ήτανε, ούτε επανάσταση ούτε ανάσα ούτε τίποτα. Ότι έγινε, έγινε". Και κατέβασα μισό μπουκάλι τσικουδιά! Στις 8 Σεπτεμβρίου, που έκλεισα τα εξήντα τρία, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται: "Aν καταφέρουν και σταματήσει τουλάχιστον αυτή η ταπείνωση των ηλικιωμένων στις ουρές, μπορεί και να το εκλάβω ως επανάσταση, να το γιορτάσω».

Λόγια της Ιωάννας Καρυστιάνη που παρουσίασε το «Φαράγγι», το καινούργιο της μυθιστόρημα, χθες στο Αετοπούλειο, καλεσμένη από τη Λέσχη Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Στην κατάμεστη αίθουσα, η συγγραφέας συζήτησε με το κοινό όχι μόνο για το βιβλίο της αλλά και για την περιπέτεια της γραφής, τους αγαπημένους της συγγραφείς, τα προβλήματα των απλών ανθρώπων που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες της.

«Εγώ δεν γράφω για την πολυτελή μοναξιά που ώρες-ώρες αναζητά ο καθένας, να μείνει λίγο ήσυχος. Γράφω για ένα άλλο είδος μοναξιάς: μια συνθήκη όπου ο άνθρωπος πρέπει να επινοήσει τρόπους, να δώσει τα ρέστα του για να μην πάει χαμένη και η μοναξιά του. Γιατί και η μοναξιά είναι κάτι που δεν πρέπει να το αφήσεις να πάει χαράμι ακόμη κι όταν σου επιβάλλεται. Φιλοδοξώ με τη δουλειά μου να ακουμπήσω περισσότερο την ανθρώπινη μικροκλίμακα. Έχει, πιστεύω, κι αυτή την αυτόνομη αξία της. Στο καντάρι της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων ζυγίζονται τελικά όλα, όλες οι πολιτικές και όλες οι επικεφαλίδες της Ιστορίας. Γράφοντας για τα τετριμμένα, τις φωτιές και τις στάχτες του άσημου αλλά οικείου σε μένα κόσμου των ταπεινών, έχω αντιληφθεί ότι όσο πιο βαθιά μπαίνεις μέσα σ' αυτόν τόσο περισσότερο εκπλήσσεσαι από αυτά που φωλιάζουν εκεί μέσα. Σας λέω ότι εκεί μέσα υπάρχουν τα πάντα». 

Ήταν μια βραδιά ζεστή και εξομολογητική που απέδειξε την ανάγκη της συχνής επαφής με δημιουργούς, οι οποίοι εκτός από την αξία του έργου τους αφουγκράζονται τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των πολιτών μιας χώρας τραυματισμένης από την κρίση.